-
1 ἰσχυροποιέω
A strengthen,τὴν δύναμιν D.S.17.65
;τὰς ἐπικρατείας τινός Plb.28.20.7
;τόπον J.AJ15.8.5
; στόμαχον [Gal.]14.752; establish,τὰς διατριβὰς τῶν ῥητορικῶν Phld.Rh.1.192S.
:—[voice] Med., Onos.21.2:—[voice] Pass.,ἰσχυροποιεῖται τὰ μέσα Ascl.Tact.10.16
;τῆς δυναστείας -ουμένης D.S.14.9
, cf. Arr.Epict.2.18.7; of assertions, Vett.Val.333.7; to be valid,ἡ ἀναλογία οὐκ -εῖται S.E.M.1.201
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχυροποιέω
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek